- Νεκύσιος
- Νεκύσιος, ὁ (Α)ο ενδέκατος μήνας τών Κρητών, που αντιστοιχούσε στον Πυανοψιώνα τού αττικού ημερολογίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε υποχωρητ. από το νεκύσια (τὰ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Νεκυσίοις — Νεκύσιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)